- ξυνός
- ξυνός, -ή, -όν (Α)(επικ. και ιων. τ.)1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ' ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.)2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν φείδεται κανενός ή αυτός που είναι κοινός και για τα δύο αντίπαλα μέρη (α. «ξυνὸς ἀνθρώποις Ἄρης», Αρχίλ.β. «ξυνὸς Ἐνυάλιος, καί τε κτανέοντα κατέκτα», Ομ. Ιλ.)3. (η δοτ. εν. θηλ. και η αιτ. πληθ. ουδ. ως επίρρ.) ξυνῇ και ξυνάαπό κοινού4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνόντο κράτος, η πολιτεία5. φρ. α) «ἐν ξυνῷ» — από κοινούβ) «ξυνὰ λέγω» — μιλώ υπέρ τού κοινοῡ καλού, υπέρ τοῡ γενικού συμφέροντος.επίρρ...ξυνῶς (Α)από κοινού.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ξυν-jος < ξύν + επίθημα -jo- (πρβλ. κοινός)].
Dictionary of Greek. 2013.